- ραβδοπύρηνος
- -η, -ο, Νφρ. «ραβδοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο»ανατ. κοκκοκύτταρο τού οποίου ο πυρήνας δεν έχει ακόμη κατατμηθεί σε λοβούς και το οποίο εμφανίζεται σε ποσοστό 2-5% τού ολικού αριθμού τών λευκών αιμοσφαιρίων και σε αυξημένο αριθμό επί λοιμώξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. rhabdocyte (< ράβδος + πυρήνας)].
Dictionary of Greek. 2013.